ὕαινα

ὕαινα
ὕαιν-ᾰ [pron. full] [ῠ], , prop. a fem. of ὗς:
I the striped hyena, a carnivorous animal with a bristly mane like a hog (whence the name), Hyaena striata, Hdt.4.192, Arist.HA579b15, Ael.NA7.22, Opp.C.3.263; also called γλάνος, Arist.HA594a31; cf. κροκόττας.
2 a kind of antelope, Ael.NA15.15 (s.v.l.).
II a sea-fish, Numen. ap. Ath.7.326f, Ael.NA13.27; also [full] ὑαινίς, ίδος, , Epich.65; v. ὗς 11.
III in Porph.Abst.4.16 ὑαίνας is most prob. an error for λεαίνας, as the corresponding masc. is λέοντες.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑαίνα — ὑαίνᾱ , ὕαινα hyena fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕαινα — hyena fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύαινα — (hyaena). Σαρκοβόρο θηλαστικό της οικογένειας των υαινιδών. Είναι μεγάλο ζώο με σώμα συνεπτυγμένο και ισχυρό. Η ύ. έχει τρίχωμα μακρύ, χαλαρό, που σχηματίζει στη ράχη μακριά χαίτη, ξεκινώντας από τον αυχένα. Το κεφάλι της είναι μακρουλό και… …   Dictionary of Greek

  • ύαινα — η 1. σαρκοφάγο θηλαστικό της Αφρικής και της Ασίας, που τρέφεται κυρίως με πτώματα. 2. μτφ., άνθρωπος πολύ κακός, μοχθηρός, στρίγκλος: Είναι μια ύαινα αυτή! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑαίνας — ὑαίνᾱς , ὕαινα hyena fem acc pl ὑαίνᾱς , ὕαινα hyena fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαινῶν — ὕαινα hyena fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαίναις — ὕαινα hyena fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαίνης — ὕαινα hyena fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαίνῃ — ὕαινα hyena fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕαιναι — ὕαινα hyena fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕαιναν — ὕαινα hyena fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”